- χρηστοφωνία
- χρηστο-φωνία, ἡ,A goodness of voice, Antyll. ap. Orib.6.10.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηστοφωνία — χρηστοφωνίᾱ , χρηστοφωνία goodness of voice fem nom/voc/acc dual χρηστοφωνίᾱ , χρηστοφωνία goodness of voice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστοφωνία — ἡ, Α ωραία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. κακο φωνία] … Dictionary of Greek